μαθητεύει

μαθητεύει
μαθητεύω
to be pupil
pres ind mp 2nd sg
μαθητεύω
to be pupil
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • ναυτόπαις — ο, και ναυτόπαιδο, το νεαρός ναύτης που μαθητεύει ως μέλος τού πληρώματος εμπορικού, κυρίως, πλοίου, ο μούτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + παῖς. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • συμμαθητής — ο, θηλ. συμμαθήτρια, ΝΑ φοιτώ σε σχολείο μαζί με άλλον ή με άλλους αρχ. 1. αυτός που μαθητεύει μαζί με άλλον στον ίδιο δάσκαλο, που μαθαίνει μια τέχνη στον ίδιο δάσκαλο μαζί με άλλον ή με άλλους 2. χαρακτηρισμός τών αποστόλων ως μαθητών τού ίδιου …   Dictionary of Greek

  • μαθητεία — η 1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μαθητεύει κανείς: Η περίοδος της μαθητείας κράτησε δύο χρόνια. 2. η διδασκαλία, η φοίτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”